ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΕΝΑΣ ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΠΟΡΕΥΟΤΑΝ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ του. Ήταν
ένας απλός άνθρωπος. Όχι, όμως, κι η ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, του ίδιου του
άρεσε.
Τη
μέρα εκείνη, λοιπόν (ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό του φθινοπώρου), καθώς αναδυόταν
μέσα από την ομίχλη ένα καμπαναριό, ο σκοπός που σιγοτραγουδούσε για να
ελαφρύνει το βήμα του πνίγηκε, ξάφνου, στο λαιμό του. Λίγο πιο πέρα, στον αγρό,
ένας ανθρωπάκος διπλωμένος κάτω από το ζυγό και το καμουτσίκι, τράβαγε το
αλέτρι που κατηύθυνε το αφεντικό του. «Μα πώς είναι δυνατό να μεταχειρίζονται
τους ανθρώπους σαν ζώα;» σκέφτηκε ο ταξιδιώτης, με οίκτο και οργή μαζί. Πέρασε
μέσα από τα οργωμένα χωράφια κι έφτασε ως το υποζύγιο.